παλιάμπελο, το, ουσ. [<επίθ. παλιό + αμπέλι], ιδίως εύχρ. στη φρ. ας πάει και το παλιάμπελο, έκφραση αδιαφορίας για κάτι που ξοδεύουμε, προκειμένου να διασκεδάσουμε ή να ικανοποιήσουμε κάποιον μεγάλο μας πόθο: «το επόμενο καλοκαίρι θα το περάσω όλο σε διακοπές κι ας πάει και το παλιάμπελο». (Λαϊκό τραγούδι: ας πάει και το παλιάμπελο, δε νοιάζομαι σταλιά, απόψε θέλω γύρω μου κιθάρες και βιολιά).